- ἠρύγγη
- ἠρύγγηeryngofem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠρύγγην — ἠρύγγη eryngo fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρύγγης — ἠρύγγη eryngo fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
eringe — (del lat. «erynge», del gr. «ḗrýngē») f. *Cardo corredor. * * * eringe. (Del lat. erynge, y este del gr. ἠρύγγη). f. cardo corredor … Enciclopedia Universal
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
eringe — (Del lat. erynge, y este del gr. ἠρύγγη). f. cardo corredor … Diccionario de la lengua española